αστράφτω
Προφορά
Ετυμολογία
αστράφτω αρχαία ελληνική ἀστράπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αστράφτω
✦ ρίχνω αστραπές: βροντά κι αστράφτει ο ουρανός (δημ. τραγ.)
✦ λαμποκοπώ, εκπέμπω λάμψη: άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του (Διον. Σολωμός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–