αστράτευτος


αστράτευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αστράτευτος αρχαία ελληνική ἀστράτευτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστράτευτος -η, -ο

✦ που δεν υπηρέτησε ως στρατιώτης
(μτφ. ) που δε δέχεται να υπηρετήσει μια οποιαδήποτε ιδεολογία: αστράτευτη τέχνη

Συνώνυμα

Αντίθετα
στρατευμένος
Επιρρήματα
αστράτευτα (Κ αστρατεύτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.