αστάθμητος


αστάθμητος
Προφορά

Ετυμολογία
αστάθμητος αρχαία ελληνική ἀστάθμητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστάθμητος -η, -ο

✦ που δε ζυγίστηκε ή δεν μπορεί να ζυγιστεί
✦ ο χωρίς αισθητό βάρος
(μτφ. ) που δεν μπορεί να υπολογιστεί, να εκτιμηθεί: στην εξέλιξη επέδρασαν αστάθμητοι παράγοντες

Συνώνυμα

Αντίθετα
σταθμητός
Επιρρήματα
αστάθμητα (Κ ασταθμήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.