ασπρίζω


ασπρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ασπρίζω άσπρος

Ερμηνεία
ρήμα ασπρίζω

✦ λευκαίνω
✦ ασβεστώνω, αποκτώ λευκό χρώμα
✦ (αμτβ.) ξεθωριάζω
✦ γερνώ: και μες στα ίδια σπίτια αυτά θα ασπρίζεις (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.