ασπίτωτος
Προφορά
Ετυμολογία
ασπίτωτος ἀ στερητικό + σπιτώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασπίτωτος -η, -ο
✦ άσπιτος, άστεγος
✦ ασπίτωτη γυναίκα, γυναίκα ελευθερίων ηθών που δεν την έχει εγκαταστήσει σε σπίτι ο εραστής και προστάτης της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–