ασπάζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
ασπάζομαι αρχαία ελληνική ἀσπάζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ασπάζομαι
✦ αγκαλιάζω, φιλώ: φιλούν τις πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα (δημ. τραγ.)
✦ παραδέχομαι, συμμερίζομαι: ασπάζομαι τη γνώμη σου
✦ προσχωρώ: ασπάστηκε τον μοναχικό βίο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–