ασούσουμος
Προφορά
Ετυμολογία
ασούσουμος ἀ στερητικό + σουσούμι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασούσουμος -η, -ο
✦ αγνώριστος, παραμορφωμένος μετά από αρρώστια ή ψυχικό πάθος: ασούσουμη κι αγνώριστη, άσκημη, σιχαμένη (Β. Ρώτας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–