ασουρές


ασουρές
Προφορά

Ετυμολογία
ασουρές └τουρκ┘asure

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ασουρές

✦ παχύρρευστο γλύκισμα από βρασμένο σιτάρι, καρύδια, σταφίδες κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.