ασημείωτος
Προφορά
Ετυμολογία
ασημείωτος αρχαία ελληνική ἀσημείωτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασημείωτος -η, -ο
✦ ασημάδευτος, που δεν έχει σημειωθεί με διακριτικό σημάδι
✦ που δεν έχει καταχωρισθεί
✦ απαρατήρητος, που δεν ελήφθη υπόψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ασημείωτα (Κ ασημειώτως)