ασεβής


ασεβής
Προφορά

Ετυμολογία
ασεβής αρχαία ελληνική ἀσεβής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασεβής -ής, -ές

✦ που δε σέβεται, δεν τιμά τα θεία
✦ (γεν.) ο άπρεπα φερόμενος σε αξιοσέβαστα άτομα, ο περιφρονητής των καθιερωμένων ηθικών αξιών
✦ (για εκδηλώσεις) που μαρτυρεί ασέβεια: ασεβείς λόγοι

Συνώνυμα
ανευλαβής
Αντίθετα
ευσεβής
Επιρρήματα
ασεβώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.