ασβόλη


ασβόλη
Προφορά

Ετυμολογία
ασβόλη αρχαία ελληνική ἀσβόλη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ασβόλη

✦ καπνιά, αιθάλη
(μτφ. ) συμφορά, δυστυχία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.