ασβολώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ασβολώνω μεταγενέστερη ελληνική ἀσβολόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ασβολώνω
✦ πασαλείβω κάποιον ή κάτι με καπνιά, μουντζουρώνω
✦ (μτφ. ) κάνω κάποιον δυστυχισμένο, του «μαυρίζω την ψυχή»: μ’ ασβολώνει καημός (Β. Ρώτας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–