ασβέστιο


ασβέστιο
Προφορά

Ετυμολογία
ασβέστιο └ουδ┘ του επιθέτου ασβέστιος, -ος, -ον (= αυτός που περιέχει ασβέστη)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ασβέστιο

✦ μέταλλο αργυρόλευκο, της ομάδας των αλκαλικών γαιών, που βρίσκεται σε διάφορες ενώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.