ασβέστης


ασβέστης
Προφορά

Ετυμολογία
ασβέστης μεσαιωνική ελληνική ἀσβέστης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ασβέστης

✦ λευκό, εύθρυπτο υλικό, παραγόμενο με πύρωμα ασβεστολίθων σε καμίνια και χρησιμοποιούμενο στην οικοδομική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.