ασανσέρ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ασανσέρΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/ασανσέρ.mp3Ετυμολογίαασανσέρ └γαλλ┘ ascenseur Ερμηνείαουσιαστικό└άκλιτο┘ το ασανσέρ ✦ κινητός θαλαμίσκος για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από τον έναν όροφο κτιρίου σε άλλον, ανελκυστήρας Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–