ασανσέρ


ασανσέρ
Προφορά

Ετυμολογία
ασανσέρ └γαλλ┘ ascenseur

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ασανσέρ

✦ κινητός θαλαμίσκος για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από τον έναν όροφο κτιρίου σε άλλον, ανελκυστήρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.