ασαγήνευτος
Προφορά
Ετυμολογία
ασαγήνευτος μεταγενέστερη ελληνική ἀσαγήνευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασαγήνευτος -η, -ο
✦ αυτός που δε σαγηνεύεται ή δεν έχει σαγηνευτεί, ασυγκίνητος: κανείς δε μένει ασαγήνευτος μπροστά σε τέτοια ομορφιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σαγηνευμένος, γοητευμένος
Επιρρήματα
–