ασήμι
Προφορά
Ετυμολογία
ασήμι μεσαιωνική ελληνική ἀσήμιον, υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική ἄσημον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ασήμι
✦ πολύτιμο μέταλλο, ο άργυρος ή ό,τι είναι από άργυρο: λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες (Δ. Σολωμός)
✦ το χρήμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–