ασάλευτος


ασάλευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ασάλευτος ἀ στερητικό + σαλεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασάλευτος -η, -ο

✦ που δε σαλεύει, δε μετακινείται: τα παρμένα τα πόδια μου, η ασάλευτη ζωή μου είμαι τ’ ασάλευτο στοιχειό (Κ. Παλαμάς)
(μτφ. ) ακλόνητος, σταθερός στις θέσεις του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ασάλευτα (Κ ασαλεύτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.