αρόδο


αρόδο
Προφορά

Ετυμολογία
αρόδο από το └βενετ┘ rota

Ερμηνεία
επίρρημα αρόδο

✦ (ναυτ.) για πλοίο που μένει για βραχύ χρονικό διάστημα έξω από λιμάνι ή όρμο χωρίς να αγκυροβολήσει
✦ μακριά ή από μακριά
✦ με ελιγμούς, όχι κατευθείαν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.