αρχόντισσα


αρχόντισσα
Προφορά

Ετυμολογία
αρχόντισσα αρχαία ελληνική ἄρχων, μτχ. ενεστ. του ἄρχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αρχόντισσα

✦ θηλ. αρχόντισσα (πληθ. άρχοντες, αρχοντάδες κ. αρχόντοι) (Κ άρχων, -οντος) κυβερνήτης
✦ ο κάτοχος ανωτέρου αξιώματος
✦ ευγενής, καταγόμενος από μεγάλο σόι: από Θεούς κι ανθρώπους μισημένοι, σαν άρχοντες που εξέπεσαν (Κ. Καρυωτάκης)
✦ πλούσιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.