αρχοντοχωριατισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αρχοντοχωριατισμός αρχοντοχωριάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αρχοντοχωριατισμός
✦ νοοτροπία, συμπεριφορά που ταιριάζει σε αρχοντοχωριάτη: η φοβισμένη απομάκρυνση από τον πολιτισμό της Δύσης… καταντάει αρχοντοχωριατισμός (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–