αρχοντοχωριάτης
Προφορά
Ετυμολογία
αρχοντοχωριάτης άρχοντας + χωριάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αρχοντοχωριάτης
✦ θηλ. αρχοντοχωριάτισσα πλούσιος χωριάτης
✦ νεόπλουτος άξεστος που αρέσκεται να μιμείται τους ευγενείς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–