αρχοντομαθημένος


αρχοντομαθημένος
Προφορά

Ετυμολογία
αρχοντομαθημένος αρχοντομαθαίνω

Ερμηνεία
αρχοντομαθημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο αναθρεμμένος αρχοντικά: είχε ανάγκη από λεφτά, σαν άνθρωπος αρχοντομαθημένος που ήταν (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.