αρχιτεχνίτισσα


αρχιτεχνίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
αρχιτεχνίτισσα αρχι- (άρχω) + τεχνίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αρχιτεχνίτισσα

✦ θηλ. αρχιτεχνίτισσα (Κ -ίτις, -ιδος) ο προϊστάμενος άλλων τεχνιτών
✦ έμπειρος, επιδέξιος τεχνίτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.