αρχιπλοίαρχος


αρχιπλοίαρχος
Προφορά

Ετυμολογία
αρχιπλοίαρχος αρχι- (άρχω) + πλοίαρχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αρχιπλοίαρχος

✦ ανώτατος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, ισόβαθμος με τον ταξίαρχο του στρατού ξηράς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.