αρχιπέλαγος
Προφορά
Ετυμολογία
αρχιπέλαγος αρχι- (άρχω) + πέλαγος, όρος └βενετ┘
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αρχιπέλαγος
✦ μεγάλη θαλάσσια περιοχή με πολλά νησιά
✦ συστάδα νήσων
✦ (ειδ.) τα νησιά του Αιγαίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–