αρχικλέφτης


αρχικλέφτης
Προφορά

Ετυμολογία
αρχικλέφτης αρχι-(άρχω) + κλέφτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αρχικλέφτης

✦ θηλ. αρχικλέφτρα ο πολύ επιτήδειος κλέφτης

Συνώνυμα
κλεφταράς
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.