αρχιεργάτης


αρχιεργάτης
Προφορά

Ετυμολογία
αρχιεργάτης αρχι-(άρχω) + εργάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αρχιεργάτης

✦ θηλ. αρχιεργάτισσα κ. αρχιεργάτρια ο προϊστάμενος εργατών που εκτελούν κοινό έργο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.