αρχεύω
Προφορά
Ετυμολογία
αρχεύω └ουσ┘ αρχή
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αρχεύω
✦ αρχίζω κάτι: και μην αρχέψεις φασαρία (Κ. Βάρναλης) – θα προχωρήσουμε οπωσδήποτε σε τούτον το δρόμο που έχουμε αρχεμένο (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (αμτβ.) είμαι στην αρχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–