αρχαϊστής


αρχαϊστής
Προφορά

Ετυμολογία
αρχαϊστής αρχαΐζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αρχαϊστής

✦ αυτός που αρχαΐζει, που χρησιμοποιεί στο λόγο αρχαϊσμούς ή μιμείται αρχαϊκά πρότυπα τέχνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.