αρχαϊσμός


αρχαϊσμός
Προφορά

Ετυμολογία
αρχαϊσμός μεταγενέστερη ελληνική ἀρχαϊσμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αρχαϊσμός

✦ μίμηση, στην τέχνη, των αρχαίων τρόπων, των αρχαίων προτύπων
✦ (γραμμ.) φράση ή λέξη ή σύνταξη της αρχαίας που χρησιμοποιείται στη νέα γλώσσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.