αρχαϊκός
Προφορά
Ετυμολογία
αρχαϊκός αρχαία ελληνική ἀρχαϊκός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αρχαϊκός -ή, -ό
✦ ο χαρακτηριστικός της προκλασικής (πριν από τον 5ο π.Χ. αι.) ή γενικότερα, της αρχαίας εποχής και των εκφράσεών της: αρχαϊκή τέχνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–