αρχαιότερος


αρχαιότερος
Προφορά

Ετυμολογία
αρχαιότερος αρχαία ελληνική ἀρχαιότερος, συγκριτ. βαθμός του επιθέτου ἀρχαῖος

Ερμηνεία
αρχαιότερος

✦ -ερη, -ερο επίθ. (Κ -έρα, -ερον) ο χρονολογικά προηγούμενος
✦ ο ανώτερος σε ιεραρχική τάξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.