αρχαιόπρεπος
Προφορά
Ετυμολογία
αρχαιόπρεπος αρχαία ελληνική ἀρχαιοπρεπής
Ερμηνεία
αρχαιόπρεπος
✦ -ής, -ές κ. αρχαιόπρεπος -η, -ο επίθ. ο μιμούμενος αρχαία πρότυπα: αρχαιοπρεπής περιβολή – ο αρχαιόπρεπος λόγος του ποιητή (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–