αρχαιόπληκτος
Προφορά
Ετυμολογία
αρχαιόπληκτος αρχαίος + πλήττω – πλήττομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αρχαιόπληκτος -η, -ο
✦ αυτός που με πάθος λατρεύει τα έργα αρχαίας τέχνης και γεν. τον αρχαίο πολιτισμό και δεν μπορεί να έχει ενδιαφέρον για τη σύγχρονη τέχνη και πολιτισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–