αρχαιρεσία
Προφορά
Ετυμολογία
αρχαιρεσία αρχαία ελληνική ἀρχαιρεσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αρχαιρεσία
✦ εύχρ. στον πληθ. αρχαιρεσίες, εκλογές για την ανάδειξη της διοικήσεως σωματείου, εταιρείας: οι αρχαιρεσίες του δικηγορικού συλλόγου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–