αρχαιοπώλης Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply αρχαιοπώληςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/αρχαιοπώλης.mp3Ετυμολογίααρχαιοπώλης αρχαία + πωλώ Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο αρχαιοπώλης ✦ θηλ. αρχαιοπώλισσα ο νόμιμα εμπορευόμενος παλιά αντικείμενα τέχνης (Διεθν. όρος: antiquaire) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–