αρχαιολογικός
Προφορά
Ετυμολογία
αρχαιολογικός μεταγενέστερη ελληνική ἀρχαιολογικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αρχαιολογικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την αρχαιολογία και τα αρχαία μνημεία: αρχαιολογικές ανασκαφές – αρχαιολογική εταιρεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–