αρχαιοκλόπος


αρχαιοκλόπος
Προφορά

Ετυμολογία
αρχαιοκλόπος αρχαίος + κλέπτω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η αρχαιοκλόπος

✦ αυτός που κλέβει έργα αρχαίας τέχνης
✦ αυτός που δεν δηλώνει στις αρμόδιες αρχές αρχαιότητες που βρίσκει
✦ ο εμπορευόμενος παρανόμως έργα αρχαίας τέχνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.