αρχαίος


αρχαίος
Προφορά

Ετυμολογία
αρχαίος αρχαία ελληνική ἀρχαῖος

Ερμηνεία
αρχαίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) που υπήρξε, έγινε ή ειπώθηκε άλλοτε, σε πολύ παλιά εποχή
✦ (ειδ.) ο της ελληνικής κλασικής εποχής: αρχαίο άγαλμα
✦ οι αρχαίοι ως ουσ., όσοι έζησαν κατά την αρχαιότητα
✦ τα αρχαία, μνημεία, έργα τέχνης ή φιλολογίας των προχριστιανικών ή πρωτοχριστιανικών χρόνων

Συνώνυμα

Αντίθετα
νέος, νεότερος, σύγχρονος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.