αρχίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αρχίζω μεσαιωνική ελληνική ἀρχίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αρχίζω
✦ κάνω αρχή κάποιας πράξης ή έργου, βάζω μπρος: άρχισαν τα έργα κατασκευής του μετρό
✦ είμαι στην αρχή, στο αρχίνημά μου: αρχίζει να νυχτώνει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
τελειώνω, αποσώνω, περατώνω, τερματίζω
Επιρρήματα
–