αρχή
Προφορά
Ετυμολογία
αρχή ἀρχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αρχή
✦ το τοπικό ή χρονικό σημείο απ’ όπου ξεκινά κάποιος ή κάτι
✦ έναρξη
✦ φρ. κάνω την αρχή, δίνω πρώτος την αφορμή – κατ’ αρχήν κ. καταρχήν, στα βασικά σημεία, κατά βάσιν – κατ’ αρχάς, στην αρχή, αρχικά· συνών. φρ. εξ αρχής – ευθύς εξ αρχής
✦ πρώτη αιτία, αφορμή
✦ θεμελιώδης ηθικός κανόνας
✦ νόμος επιστημονικός
✦ η εξουσία και τα πρόσωπα που την ασκούν: κατηγορήθηκε για εξύβριση της αρχής· εύχρ. ιδ. στον πληθ: οι αρμόδιες αρχές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
τέλος, τέρμα
Επιρρήματα
–