αρυταινοειδής
Προφορά
Ετυμολογία
αρυταινοειδής αρχαία ελληνική ἀρυταινοειδής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αρυταινοειδής -ής, -ές
✦ αρυταινοειδείς μύες, ζεύγος μυών που κλείνουν την είσοδο του λάρυγγα κατά την κατάποση – αρυταινοειδείς χόνδροι, ζεύγος μικρών χόνδρων του λάρυγγα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–