αρτυμένος


αρτυμένος
Προφορά

Ετυμολογία
αρτυμένος αρτύω

Ερμηνεία
αρτυμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (για φαγητά) που έγινε με καρυκεύματα, όχι νηστίσιμος
✦ (για ανθρώπους) που αρτύθηκε, που διέκοψε τη νηστεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.