αρτσιβούρτσι


αρτσιβούρτσι
Προφορά

Ετυμολογία
αρτσιβούρτσι μεσαιωνική ελληνική └ουσ┘ ἀρτσιβούριν• λ. αρμεν.

Ερμηνεία
αρτσιβούρτσι

✦ κ. αρτσιβούρτσι άκλ. η εβδομάδα πριν από τις αποκριές κατά την οποία νηστεύουν οι Αρμένιοι σε αντίθεση προς τους άλλους ορθόδοξους που καταλύουν τη νηστεία κατά την Τετάρτη και Παρασκευή
✦ με επιρρ. σημασία, άνω κάτω, άτακτα, με ασύδοτη ελευθερία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.