αρτοπώλης


αρτοπώλης
Προφορά

Ετυμολογία
αρτοπώλης μεταγενέστερη ελληνική ἀρτοπώλης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αρτοπώλης

✦ θηλ. αρτοπώλισσα (Κ -πώλις, -ιδος) ο πωλητής άρτου, ψωμάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.