αρτοκλασία
Προφορά
Ετυμολογία
αρτοκλασία μεσαιωνική ελληνική ἀρτοκλασία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αρτοκλασία
✦ εκκλησιαστική τελετή κατά την οποία ευλογούνται από τον ιερέα άρτοι, και, κατά την απόλυση, μοιράζονται, σε κομμάτια, στους πιστούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–