αρτιότητα
Προφορά
Ετυμολογία
αρτιότητα αρχαία ελληνική ἀρτιότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αρτιότητα
✦ η ιδιότητα του άρτιου, ακεραιότητα, τελειότητα: αρτιότητα του έργου – η ζωή του έφτανε σε μιαν ολοκλήρωση, σε μιαν αρτιότητα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–