αρτηριοσκλήρυνση
Προφορά
Ετυμολογία
αρτηριοσκλήρυνση αρτηρία + σκλήρωσις
Ερμηνεία
αρτηριοσκλήρυνση
✦ (Κ αρτηριοσκλήρωσις, -εως κ. -ρυνσις, -εως) απώλεια ή ελάττωση της φυσικής ελαστικότητας των αρτηριών
✦ (μτφ. ) αντίδραση σε κάθε νεοτερισμό, σκοταδισμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–