αρτεσιανό


αρτεσιανό
Προφορά

Ετυμολογία
αρτεσιανό └ουδ┘ του επιθέτου αρτεσιανός

Ερμηνεία
αρτεσιανό

✦ επίθ. ως ουσ. (Κ αρτεσιανόν) (φρέαρ) τεχνητή πηγή νερού που αναβλύζει με σωλήνες από μεγάλο βάθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.